ποιμαντικός

ποιμαντικός
ποιμαντικός
pastoral
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποιμαντικός — ή, ό / ποιμαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμαίνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική… …   Dictionary of Greek

  • ποιμαντικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ποιμένα ή στο θρησκευτικό αρχηγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιμαντικῶν — ποιμαντικός pastoral fem gen pl ποιμαντικός pastoral masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικόν — ποιμαντικός pastoral masc acc sg ποιμαντικός pastoral neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικαῖς — ποιμαντικός pastoral fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικοί — ποιμαντικός pastoral masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικῆς — ποιμαντικός pastoral fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικῇ — ποιμαντικός pastoral fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντική — ποιμαντικός pastoral fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιμαντικήν — ποιμαντικός pastoral fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”